φάκτουμ

φάκτουμ
το, Ν
άκλ.
1. τετελεσμένο γεγονός
2. πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factum «έργο, πράξη, πεπραγμένο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”